απώλεσα
Смотреть что такое "απώλεσα" в других словарях:
ἀπώλεσα — ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπώλεσ' — ἀπώλεσα , ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 1st sg ἀπώλεσε , ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… … Dictionary of Greek