απώλεσα

απώλεσα
αόρ. от απολλύω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απώλεσα" в других словарях:

  • ἀπώλεσα — ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπώλεσ' — ἀπώλεσα , ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 1st sg ἀπώλεσε , ἀπόλλυμι destroy utterly aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»